καρδιορραγία

καρδιορραγία
η мед. разрыв сердца (от ранения)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "καρδιορραγία" в других словарях:

  • καρδιορραγία — η ιατρ. εσωτερική αιμορραγία τής καρδιάς εξαιτίας τραυματισμού της. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού καρδιορρηξία* που εμφανίζει το θ. ραγ τού ρ. ρήγνυμι (πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ ρ ράγ ην)] …   Dictionary of Greek

  • καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»